εξάλειμμα

εξάλειμμα
το (Μ ἐξάλειμμα) [εξαλείφω]
μικρό ιδιωτικό κτήμα που προέρχεται από διανομή δημόσιας γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαλειμματικός — ἐξαλειμματικός, ή, όν (Μ) [εξάλειμμα] αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από εξάλειμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”